H Αντι-κοινωνικη θεση εντος της κουηρ θεωριας

Η αντι-κοινωνική θέση εντός της κουήρ θεωρίας 

μτφρ. Solarcommunism

Ρόμπερτ Κασέριο [Robert L. Caserio]

«Ένας ομοφυλόφιλος πρέπει να είναι καλός πολίτης;» ρώτησε ο Λήο Μπερσάνι [Leo Bersani] στο βιβλίο του Homos το 1995, εκφράζοντας με αυτό τον τρόπο ένα γκέι σκεπτικισμό που έχει απασχολήσει κάθε έκρηξη της γκέι πολιτικής. Η αμφισβήτηση που εκφράζει ο Μπερσάνι προέκυψε από το ότι ο ίδιος έβλεπε ως «οργή που αποζητά να βρει σεβασμό… που χαρακτηρίζει τη γκέι ζωή σήμερα». Ανιχνεύει αυτή την οργή στη μετα-μοντέρνα διάλυση της γκέι ταυτότητας, στις διαμαρτυρίες που διεκδικούν γκέι γάμο και γκέι τεκνοθεσία, στην κουήρ αντισηπτικοποίηση του γκέι σεξ. «Πολλά καλά πράγματα μπορούν να προκύψουν», προτείνει το Homos, «εάν διερωτηθούμε για το εάν είναι συμβατό το να είσαι ομοφυλόφιλος και το να υπηρετείς το αστικό κράτος [civic service]». Και επεκτείνοντας αυτά τα ερωτήματα: ο Μπερσάνι συγκροτεί ένα επιχείρημα σχετικά με το κοινωνικό είναι καθαυτό. Υποθέτει πως, «το όμο- [homo-] … απαιτεί ένα μαζικό επανακαθορισμό της σχεσιακότητας», ο οποίος αναφέρεται σε μια «δυνητικά επαναστατική ανικανότητα – που ενδεχομένως να είναι εγγενής στη γκέι επιθυμία – που δεν μπορεί να ζήσει την κοινωνικότητα έτσι όπως αυτή είναι γνωστή σήμερα». Εάν υπάρχει οτιδήποτε που να είναι «πολιτικά απαραίτητο» για την ομοφυλοφιλία, αυτό είναι η «πολιτικά απαράδεκτη» εναντίωσή της στην κοινότητα. Έτσι, το Homos συγκροτεί παραδόξως αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε «αντι-κοινωνική θέση» της σύγχρονης κουήρ θεωρίας. 

Οι συζητήσεις του Μπερσάνι, και άλλων που βρίσκονται κοντά του σε θεωρητικό επίπεδο, έχουν εμπνεύσει τις εξερευνήσεις που έχουν διεξαχθεί τη τελευταία δεκαετία όσον αφορά το κουήρ αν-ανήκειν [unbelonging]. Ταυτοχρόνως, μέσα στην ακαδημία, η γκέι οργή που εναντιώνεται στην κανονικοποίηση της κοινωνικότητας – εάν κρίνουμε μονάχα από την έκρηξη που ‘χει γίνει στις διεκδικήσεις που θέλουν γκέι γάμο – έχει ενταθεί. Δεδομένου αυτών των αναπτύξεων, που είναι αποκλίνουσες μεταξύ τους και που έχουν λάβει χώρα, πρότεινα στους/ις συνεργάτες/ιδές μου στο Division Executive Committee για τις Γκέι Σπουδές στη Γλώσσα και τη Λογοτεχνία του MLA πως τώρα μπορούμε να κάνουμε έναν απολογισμό αυτής της αντι-κοινωνικής θέσης. Ένα συνεδριακό πάνελ του MLA στην Ουάσινγκτον θα μπορούσε να ερευνήσει αξιολογικά αυτή τη θεωρητική θέση και να δει το προς τα που, πιθανώς, αυτή μπορεί να οδεύει. Θα μπορούσαμε έτσι να ελέγξουμε εάν αυτά τα επιχειρήματα, όπως αυτά που εκφράζονται στο Homos, δικαίως συνδέεουν τη δυσπιστία απέναντι στη γκέι πολιτική που διεκδικεί δικαιώματα με την ανατροπή της «κοινωνικότητας έτσι όπως αυτή είναι γνωστή σήμερα». Θα μπορούσαμε να διερωτηθούμε για το αν η αντι-κοινωνική θέση αμβλύνει τα στοιχήματα που θέτει (όπως βλέπουμε στις λέξεις που χρησιμοποιεί ο Μπερσάνι όπως το «δυνητικά», «ίσως», «όπως είναι γνωστή», στα παραθέματα που έβαλα πιο πάνω). Μπορούμε να εξετάσουμε εάν τα στοιχεία που η αντι-κοινωνική θέση αντλεί από μια δεξαμενή αισθητικών τεχνουργημάτων είναι κατάλληλα. 

Εκκινώντας απ’ αυτά τα ερωτήματα οι Τιμ Ντην [Tim Dean], Λη Έντελμαν [Lee Edelman], Τζ. Χάλμπερσταμ [J. Halberstam], και Χοσέ Μουνιός [José Muñoz] συναντήθηκαν σ’ αυτό πάνελ, εξέφρασαν επί του θέματος τα ισχυρά τους επιχειρήματα, από 15 λεπτά το κάθε άτομο, απέναντι σ’ ένα συνεπαρμένο κοινό. Θα ήθελα, και είμαι σίγουρος πως κι άλλα άτομα το θέλουν επίσης, αυτά τα κείμενα να αναπτυχθούν και να ενταχθούν σε μια πιο διευρυμένη συζήτηση. Παίρνω την ευκαιρία, εκδίδοντας τις ανακοινώσεις που παρουσιάστησαν σ’ αυτό το πάνελ, για να θέσω κάποιες δυνητικές απαντήσεις σε όσα μας έχουν πει. 

Μήπως τα άτομα που συμμετείχαν στο πάνελ ταύτισαν υπερβολικά πολύ την αντι-κοινωνική θέση με τον Έντελμαν; Μήπως μ’ αυτό τον τρόπο περιορίστηκε η συζήτηση, ή μήπως φάνηκε πως κάποια άτομα συμφωνούν ακούσια με τη δική του θέση; Διαφωνόντας με το επιχείρημα που θέτει ο Έντελμαν στο Κανένα Μέλλον [No Future], ο Μουνιός επιδίωξε να το αντιστρέψει: τα κουήρ άτομα δεν έχουν τίποτα άλλο παρά μονάχα ένα μέλλον (αν και έχουν ποιητές του παρελθόντος που προφητεούν το Xanadu). Αυτή η αντιστροφή φέρνει στο νου μας την ιδέα που αναπτύχθηκε στο γύρισμα του 19ου αιώνα, που έλεγε πως τα γκέι άτομα προορίζονται στο να εκπληρώσουν τις ερωτικές τους απολαύσεις, και θα το κάνουν αυτό για το μελλοντικό καλό όλων. Η ηρωική κουήρ ευθύνη που αγωνίζεται για μια δημοκρατική, αντι-καπιταλιστική, αντι-ιμπεριαλιστική πρόοδο εντρυφεί στις σελίδες των Έντουαρτ Κάρπεντερ, Τζ. Α. Σύμπολς, Όσκαλ Ουάιλντ, Φρέντερικ Ρόλφ και του Ρόναλτ Φίρπανκ. Οι λογοτεχνικές-πολιτικές φαντασιώσεις αυτών των μορφών έχουν ενσωματωθεί στις περσόνες των Ρότζερ Κέισμεντ και Τ.Ε. Λώρενς. Τόσο στη λογοτεχνία, όσο και στην πραγματικότητα, στο αποκορύφωμα του προηγούμενου αιώνα, μπορούμε να εντοπίσουμε μια σειρά από πολίτισσες βασίλισσες [citizen queen]. Ωστόσο, τι είναι αυτό που μας ωθεί να πιστεύουμε πως ένα γκέι υποζύγιο είναι αυτό που πρέπει διαρκώς να αναλαμβάνει τη δουλειά του να πραγματώσει ένα μέλλον που ‘χει προαναγγελθεί; Αυτό το ερώτημα θέτει, και γι’ αυτό το πράγμα διαμαρτύρεται ο Έντελμαν, και ο Μουνιός δεν μπορεί να αποκρούσει τελείως από αυτό το ισχυρό επιχείρημα του Έντελμαν. 

Η δυναμική της προσέγγισης του Έντελμαν προκύπτει, εν μέρει, από το ότι συζητάει τη λατρευτική θέση που έχει η μορφή-οικογένεια στις ΗΠΑ, η οποία δεν θέτει ποτέ υπό αμφισβήτηση την αξία της βιολογικής αναπαραγωγής και την ευαισθησία των παιδιών. Όταν γκρινιάζουμε για τα παιδιά σημαίνει πως γκρινιάζουμε για τη γονεϊκότητα, καθώς και οι δύο αυτές συνθήκες εγκαταλείπουν τον μη αναπαραγωγικό έρωτα [eros] στη μοίρα του. Προφανώς, αυτό που ‘χει σημασία, όπως γράφει ο Έντελμαν, είναι «μια πραγματικότητα που είναι εγγυημένη, και που δεν απειλείται, από τον χρόνο, {αλλά} διατηρείται από τη βεβαιότητα» της αθανασίας. Το No Future θέτει εκ νέου τις θέσεις του Φρόυντ στο The Future of an Illusion: Η αμερικανική οικογένεια, και τα παιδιά, και το έθνος, έχουν υποκαταστήσει τις θρησκευτικές υποσχέσεις. Αυτά τα υποκατάστατα μοιράζονται, από κοινού, μια παιδιάστικη πίστη στην υπό έλευση ζωή. Αντίθετα, τ@ όμο-, όπως μας ωθεί ο Έντελμαν να σκεφτούμε, έχουν ωριμάσει αρκετά για να δουν κατάμματα τη θνητότητα. 

Αλλά πόσο κοντά έρχεται σε μια εμπειρική πραγματικότητα της Αμερικής το No Future; Ένας από τους σοβαρούς ισχυρισμούς που θέτει ο Ντην [Dean] είναι πως ο Έντελμαν, ή γενικότερα η αντι-κοινωνική θέση, δεν διακρίνουν μεταξύ των δομικών διεκδικήσεων του ασυνειδήτου από τις εμπειρικές πολιτισμικές διεκδικήσεις. Ο Ντην μας υπενθυμίζει, επίσης, πως τα παιδιά συγκροτούνται διαστροφικά, κι άρα είναι πιο φιλικά-προς-το-κουήρ απ’ ότι μας λέει ο Έντελμαν. Ωστόσο, μήπως αυτή η υπενθύμιση κτυπάει στο κενό, δεδομένου ότι αυτή η εκδοχή της παιδικότητας δια της οποίας επιτίθενται στο Αμερικανικό κουήρ δεν είναι καθόλου Φροϋδική; Η πιο απαιτητική ιδέα του Ντην – που λέει πως η αντι-κοινωνική θέση στην πραγματικότητα είναι μια προ-κοινωνική θέση – συμπληρώνεται από το βιβλίο του Beyond Sexuality, στο οποίο επιχειρηματολογεί πως ο αισθητικός χώρος συμβαδίζει με την κουήρ έρωτα, κι έτσι διανοίγει νέες σχεσιακές μορφές. 

Η ακαδημαϊκή έρευνα των ατόμων που μίλησαν στο πάνελ διατρέχει το πεδίο της αισθητικής. Αυτό το πεδίο, ίσως, είναι το πιο κουήρ: είναι σχεσιακό και α-σχεσιακό, διεγείρει την κοινωνικότητα και κάποιες πολιτικές ιδέες, αδιαφορώντας ωστόσο για το εάν αυτές θα πραγματοποιηθούν ποτέ. Στ’ όνομα της αισθητικής, εγώ προσωπικά διαφωνώ περισσότερο με την πρόθεση τ@ Χάλμπερσταμ που τείνει να υποβαθμίζει την «αρνητικότητα» του Μπερσάνι και του Έντελμαν λόγω του «υπερβολικά μικρού αρχείου» απ’ το οποίο αντλούν – στο οποίο υπάρχουν μονάχα τα ελίτ λευκά αγόρια, ο Γκιντ [Gide] και ο Προυστ. Η Χάλμπερσταμ πιστεύει πως η Τζαμάικα Κίνκαιντ [Jamaica Kincaid], η Βαλερύ Σολάνας [Valery Solanas] και το Ψάχνωντας τον Νέμο συγκροτούν το διευρυμένο αρχείο που υποστηρίζει την αποτελεσματικότητα του κουήρ πολιτικού και κοινωνικού έρωτα. Πιστεύω πως το αρχείο που επιλέγει η Χάλπερσταμ αποτελεί απλώς μια λαϊκή αντι-σνομπαρία που αντιτίθεται στη σνομπαρία των άλλων. Εάν, όμως, λάβουμε σοβαρά τη συμβουλή της, που λέει πως πρέπει να διευρύνουμε αυτό το αρχείο, αυτό που θα φανεί είναι πως ο ομοφυλοφιλικός έρωτας δεν είναι περισσότερο α-σχεσιακός απ’ ότι υποστηρίζει η άλλη πλευρά. Η εποχή των Carpenter and company περιλαμβάνει μια τεράστια επίθεση που είχε εξαπολυθεί ενάντια στους ετεροφυλοφιλικούς θεσμούς – ενάντια στον γάμο, στα παιδιά, και στην ασφάλιση του μέλλοντός τους – από τους ίδιους τους ετεροφυλοφιλικούς. Το μεγαλύτερο κομμάτι της λογοτεχνίας από το 1890 ως το 1945 δεν ενδιαφέρεται να αμυνθεί ενάντια στον χρόνο και τον θάνατο. Ένα σημαντικό ποπ αρχείο λογοτεχνίας μας προτείνει πως πρέπει να φτιάξουμε μια στρέιτ-γκέι συμμαχία, η οποία θα βασίζεται στο ότι κάθε μορφή έρωτα αδυνατεί να μετέχει στην κοινωνικότητα. Αυτή η συμμαχία, όσο παραναγνωρισμένη κι αν είναι, έχει υπονομεύσει τα συμβατικά μοντέλα της πολιτικής, και θα μπορούσαμε ίσως να την εντοπίσουμε σ’ αυτό το είδος σκέψης που ο φιλόσοφος Τοντ Μέυ [Todd May] αποκαλεί μεταδομιστική αναρχία. Ανέφερα αυτή τη συμμαχία γιατί θέλω να προτείνω πως αυτό που διακυβεύεται στην αντι-κοινωνική θέση της κουήρ θεωρίας δεν αφορά μονάχα τα όμο- άτομα. 

Ανταγωνισμός, αρνητικότητα, και το υποκείμενο της κουήρ θεωρίας

Λη Έντελμαν 

Στο πάνελ του περασμένου Δεκεμβρίου [του 2005] σχετικά με την «αντι-κοινωνική θέση εντός της κουήρ θεωρίας» υπήρξε ένας θερμός διάλογος αναφορικά με τη λογική της (ετερο)σεξουαλικής ιδεολογίας που μορφοποιεί τις διάχυτες κατανοήσεις που έχουμε για την πολιτική, τη χρονικότητα, και τις κοινωνικές σχέσεις. Τέθηκε ως βασικό σημείο αναφοράς η θεμελιώδης ανάλυση που κάνει ο Λήο Μπερσάνι για τον εγγενή αντι-παστοραλισμό της σεξουαλικότητας (βλ. The Freudian Body και Homos) και η δική μου, πρόσφατη συνεισφορά σ’ αυτό το πεδίο, τo βιβλίο μου No Future: Queer Theory and the Death Drive, σ’ αυτό το πάνελ ήρθαν κοντά υπερασπίστριες/ες της πολιτικής αρνητικότητας (Τζ. Χάλπερσταμ κι εγώ) και από την άλλη ερευνητές που υποστηρίζουν μια πρακτική που ορίζουν, στην αντίπερα όχθη, ως κουήρ ουτοπισμό (ο Χοσέ Μουνόζ και ο Τιμ Ντην). Αυτή η συζήτηση δεν ήταν μονάχα ένας καβγάς για την κουήρ θεωρία, αλλά κατάφερε να πάει μέχρι τον πυρήνα της σχέσης που υπάρχει μεταξύ της ακαδημίας και της πολιτικής, της ιστορίας και του υποκειμένου του ανθρωπισμού. Ένα βασικό ερώτημα υποκίνησε όλη τη συζήτηση, παρ’ ότι δεν τέθηκε ποτέ με άμεσο τρόπο: μήπως οι αφηγήσεις που χρησιμοποιούμε για να μιλήσουμε για την πολιτική αποτελεσματικότητα, για την ιστοριστική ανάλυση, και για την παιδαγωγική πρακτική φυσικοποιούν αυτό που στο No Future παρουσίασα ως «αναπαραγωγικό μελλοντισμό», υποχρεώνοντάς μας έτσι, ανεξάρτητα από τις πολιτικές συμμαχίες που κάνουμε ή από την κριτική μέθοδο που ακολουθούμε, να προσκηνούμε τον βωμό της αρχής-του-Μέλλοντος [Futurch], όπως το ονομάζω; 

Δεδομένου ότι ο χώρος είναι περιορισμένος, δεν μπορώ να απαντήσω σε κάθε κείμενο που περιλαμβάνεται εδώ, δεν θα ασχοληθώ με τους κουήρ ουτοπιστές, αλλά με τη συμπατριώτισσά μου στην αρνητικότητα – δηλαδή, με την καταγραφή της αρνητικότητας από Τζ. Χάλμπερσταμ. Το ότι δεν θα ασχοληθώ με τους κουήρ ουτοπιστές δεν σημαίνει, όμως, πως πετάω τη θέση τους, αλλά πολύ απλά ότι έχω ήδη απαντήσει στις θέσεις τους στο No Future. Oύτε η φιλελεύθερη συμπεριληπτικότητα, και η πίστη που αυτή εκφράζει στην ορθολογική κατανοησιμότητα, ούτε η λυτρωτική ελπίδα που λέει «πάμε να φτιάξουμε νέες κοινωνικές συλλογικότητες» μπορούν να διαφύγουν από την επίμονη ισχύ του αντι-κοινωνικού που ενυπάρχει σε κάθε κοινωνικό οργανισμό. Εάν ο Φρόυντ παρατήρηησε πως στις ψυχικές δομές το άγχος κτυπάει μονάχα αυτό που είναι οργανωμένο, πρέπει επίσης να σημειώσουμε επ’ αυτού πως ο οργανισμός βασίζεται εν γένει στους εσωτερικούς του ανταγωνισμούς, στην αυτο-συγκροτητική ένταση της αρνητικότητας η οποία μορφοποιεί τον φιλελεύθερο ουτοπισμό, ο οποίος αγνοεί το ότι ιδιατέρως αυτός ο ίδιος είναι που αναπαράγει τον αναπαραγωγικό μελλοντισμό, ο οποίος κατ’ ακρίβεια δεν βρίσκεται πουθενά. Έτσι, οι υπερασπιστές του φιλελεύθερου ουτοπισμού αδυνατούν να δουν αυτό που τόσο καλά έθεσε ο Αντόρνο: «Η κοινωνία παραμένει ζωντανή, όχι διότι ξεπερνάει τους ανταγωνισμούς της, αλλά λόγω αυτών» (320). Αντιθέτως, είναι ευχαριστημένοι απ’ τα χειροκροτήματα που εισπράττουν, καθώς στήνουν την παθιασμένη παράστασή τους με μια ανθρωπιστική μαριονέττα, τη βάζουν να ψάλλει τον ύμνο της αρχής-του-Μέλλοντος [Futurch], ακόμη κι όταν τη ντύνουν με αιρετικά ντραγκ ρούχα. Απολαμβάνουν τη μέθη της αρμονίας, της ελευθερίας που ‘χει γλιτώσει απ’ το κακό, που τους προσφέρει η ελπίδα της αρμονίας, και μας ωθούν να συμφωνήσουμε μαζί τους, καθώς είναι πεισμένοι πως εμείς, όπως κι η μαριονέττα τους, επάνω στην οποία βασίζεται συνολικά η εκπαίδευση των ανθρωπιστικών επιστημών, πρέπει εν τέλει να ξεπεραστούμε, καθώς η γνώση, η κατανόηση και η πρόοδος πρέπει, με την πλήρωση του χρόνου, να μας απελευθέρωσει. 

Ο Τζ. Χάλμπερσταμ δεν τ’ αγοράζει όλα αυτά, κι αυτό είναι υπέρ του. Με πιάνει απ’ το χέρι, είμαστε ταγμέν@ συνεργάτ@, απαντάμε από κοινού στην αυτο-αντίσταση που εκφράζει η κοινωνικότητα απέναντι στη δομικά καθορισμένη βία, και άρα απέναντι στους αναπόδραστους ανταγωνισμούς της, που κανένας ουτοπισμός δεν μπορεί να τους ξεπεράσει. Τόσο στο κείμενο που έγραψε για το πάνελ του MLΑ, όσο και στο σύνολο του έργου του, εκφράζει μια πολεμική ενέργεια που αρνείται να αναγνωρίσει αυτές τις νόρμες που διαιωνίζουν τις «ζώνες ασφαλείας» μες στις οποίες κατοικούν οι κυριαρχικές πολιτισμικές ισχύεις. Αντιθέτως, ο Χάλμπερσταμ καταφάσκει μια θυμωμένη, απολίτιστη «πολιτική της αρνητικότητας» – μια πολιτική κατά την οποία αυτό που με προβληματίζει δεν είναι η αρνητικότητα αλλά η κατάφασή της. 

Δείτε, για παράδειγμα, τις προσβολές που εκφράζει ενάντια σ’ ό,τι ο ίδιος, με σαρωτικό τρόπο, αποκαλεί ως το «γκέι ανδρικό» αρχείο: «περιποιημένο, έξυπνο, χιαστί, που παίζει με το στυλ». Εάν αφήσουμε στην άκρη την ίδιατερη θέση που καταλαμβάνει το στυλ στη δική του γραφή,  εάν αφήσουμε στην άκρη τη συντηρητική, ομοφοβική ατζέντα που παραμονεύει πίσω από κάθε μοντέρνο διασυρμό του «στυλ», εάν αφήσουμε στην άκρη τον αναγωγικό ταυτοτισμό που βλέπει το «γκέι ανδρικό αρχείο» ως ενικό και συνεκτικό, πρέπει να διερωτηθούμε τι σχέση έχει η αστυνόμευση του στυλ με την «πολιτική της αρνητικότητας». Ή μάλλον, και αυτό είναι το κυριότερο σημείο: αυτή η καταστροφή του στυλ, ακόμη κι όταν προσηλώνεται στην καταστροφή των πολύ-άνετων, κανονιστικών κοινωνικών πρακτικών, δεν αποτελεί μια αντιδραστική παράβαση, που εάν μου επιτρέπεται θα την ονομάσω αναρχο-οιδοποδειακή, που εκθειάζει ακριβώς αυτές τις νόρμες στις οποίες ασκεί κριτική καθώς τις μιμείται; Αυτή η θέση δεν προϋποθέτει, στο κάτω-κάτω, μια επιβεβαιωμένη και ρυθμισμένη τάξη εντός της οποίας καθεμία κι ο καθένας μας γνωρίζει πάντοτε εκ των προτέρων το νόημα που έχει, και το τι μας επιτρέπει να πράττουμε, το εκάστοτε στυλ; Αυτή η θέση δεν βασίζεται στην πίστη μιας δεδομένης εν εαυτό ταυτότητας των πραγμάτων, στη θεμιτή συνεκτικότητά τους, η οποία καταφέρνει να διαφύγει από το διαρρηκτικό πλεόνασμα που επιτελεί αυτό που κατονομάζουμε ως κουήρ απόθεμα; Αυτή η θέση δεν υποθέτει πως τα στυλ, όπως «η βαρεμάρα, η αδιαφορία, η ειρωνική αποστασιοποίηση» βρίσκονται σε μια θετική διάκριση απέναντι σε άλλα στυλ, όπως η αγένεια, η ειλικρίνεια και η κακεντρέχεια; 

Θα μπορούσε ένας/μια αναγνώστης/ρια του No Future, για παράδειγμα, να θεωρήσει πως ο Χάλμπερσταμ είναι πλήρως ειρωνικός όταν αναφέρεται στο βιβλίο μου ως ένα παράδειγμα του «γκέι ανδρικού αρχείου» και της μικρής εμβέλειας των συν-αισθημάτων* [affect] που αυτό προσκομίζει – όπου αυτή η εμβέλεια για τον ίδιο είναι τόσο μικρή που δεν μπορεί να περιλάβει την ένταση, την υπερ-επένδυση, ή τον θυμό; Αλλά, στην πραγματικότητα, δεν μπορούμε ποτέ να ξέρουμε εάν αυτό το θέτει ειρωνικά ή όχι. Το όριο της γνώσης: αυτός είναι ο τόπος της αρνητικότητας. Ωστόσο, καθώς καταφάσκει, ως ένα θετικό καλό, την «πανκ πυγμαχία» και το ρεπερτόριό της, ο Χάλμπερσταμ βρίσκει την πόζα της αρνητικότητας, ενώ την εκκενώνει από την ισχύ της. Εγώ εστιάζω στο πως ξεκάθαρα προσεγγίζει το πανκ σκοπεύοντας να δω που διαχωρίζεται η δική του προσέγγιση από αυτό που λέω στο No Future αναφορικά με τις «αντι-κοινωνικές» πολιτικές που αυτός ανιχνεύει στον ύμνο των Sex Pistols, το «God Save the Queen». Παρ’ ότι αυτό το κομμάτι αρχικά θα ονομαζόταν «No Future», το «God Save the Queen» δεν εναντιώνεται, στην πραγματικότητα, στον αναπαραγωγικό μελλοντισμό. Αλλά, συμβατικά καλεί την Αγγλία να ξυπνήσει από το «όνειρο» που δεν μας αφήνει «κανένα μέλλον», καθώς υπονοεί πως αυτοί απ’ τους οποίους έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα, αυτά τα «λουλούδια που είναι μες στον κάλαθο αχρήστων [flowers in the dustbin]» για τα οποία μιλάει το τραγούδι, κρατάνε τους σπόρους της δυνητικής ανανέωσης. «Είμαστε το μέλλον», μας λέει, μετά απ’ το ρεφραίν, «Δεν υπάρχει κανένα μέλλον για σένα». Ειρωνικά, δεδομένης της απόρριψης του στυλ που εκφράζει ο Χάλμπερσταμ, η πανκ αρνητικότητα καταφέρνει να επιτευχθεί μονάχα στο επίπεδο του στυλ και πουθενά αλλού. Εάν το δούμε ως μια πολιτική τοποθέτηση, δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα Οιδιπόδειο κιτς. Καθώς η βία, το σοκ, η εκτέλεση και ο θυμός δεν είναι αρνητικά ή ριζοσπαστικά καθαυτά, αλλά αρκετά συχνά επιτελούν την πίστη που ‘χουν οι φονταμενταλιστές που εμψυχώνει την αρχή-του-Μέλλοντος: την καταφατική συναισθηματική σύνδεση προς «τη λογική, την κυριότητα, και το νόημα», με τα λόγια του Χάλμπερσταμ. 

Το Νο Future, εν αντιθέσει, προσεγγίζει την αρνητικότητα ως τον καταστατικό ανταγωνισμό της κοινωνίας, ο οποίος αυτο-συντηρητείται βασισμένος επάνω στην υπόσχεση του ότι αυτός στον μελλοντικό χρόνο που επέρχεται θα επιλυθεί, όπως ο καπιταλισμός δύναται να αυτο-συντηρείται μονάχα όταν ανακαλύπτει και όταν εκμεταλλεύεται νέες αγορές. Όντας η φιγούρα της μη παραγωγικότητας, τότε, και της ειρωνικής μη συνεκτικότητας του συστήματος, το κουήρ τόσο απειλεί όσο και σταθεροποιεί την καθολική αυτοκρατορία της αρχής-του-Μέλλοντος. Αλλά αυτό που πάνω απ’ όλα την απειλεί είναι η απόρριψη που εκφέρει η κουήρ αρνητικότητα ενάντια στη θετική ταυτότητα μέσα από μια τύπου-ενορμητική αντίσταση στη βία, στην πρωταρχική παραβίαση, που επιδρά, όπως γράφει ο Αντόρνο, μέσω «της καθόλα-υποτακτικής αρχής της ταυτότητας» (320). Αντιτιθέμενη σ’ αυτή την αρχή, εσωτερικευμένη ως η μηχανή του αναπαραγωγικού μελλοντισμού, η αρνητικότητα του κουήρ αντιτίθεται επίσης και στο υποκείμενο της ανθρωπιστικής διδαχής. Μας εξωθεί στο να φανταστούμε μια παιδαγωγική που δεν συνδέεται με την κυριαρχική «υπηρεσία του καλού» (Lacan σ. 303), μια παιδαγωγική που διακυμένεται μέσα από το κουήρ απόθεμα το οποίο προκύπτει από όλα όσα αρνείται αυτό το καλό. 

Προτάσσω πως πρέπει να προσεγγίσουμε τις ανθρωπιστικές επιστήμες χωρίς να επιδιώκουμε να διατηρήσουμε το υποκείμενο του ανθρωπισμού: αυτό ορίζει το εγχείρημα που με απασχολεί αυτη την περίοδο, το οποίο ονομάζω Κακή Εκπαίδευση [Bad Education], όπως επίσης και την ορμή που χαρακτηρίζει το έργο του Χάλμπερσταμ. Ωστόσο, δεδομένου ότι η ίδια μπερδεύει ανάμεσα στην αδιάκοπη αρνητικότητα που συγκροτεί τον πολιτικό ανταγωνισμό με την πιο απλή πρακτική της άρνησης που προέρχεται από τις συγκεκριμένες πολιτικές θέσεις, ο Χάλμπερσταμ φαίνεται να παραναγνωρίζει την επίδραση που δύνανται να έχουν οι πολιτικές θέσεις που εκφέρει. Όπως και το συγκρότημα Sex Pistols, μεταφράζει το ριζικό αίτημα που δεν θέλει «Κανένα μέλλον» [No Future] σε μια απλή ρεφορμιστική προσέγγιση της εξουσίας-αρχής [authority]: «Κανένα μέλλον για εσάς». Αυτό το μονοπάτι μας οδηγεί πίσω [στη λογική] της αρχής-του-Μέλλοντος, κατά την οποία οι άπειρες αποστολές της αρνητικότητας σφυροκοπούν τα νέα είδωλα μέσα από το καλό τους, ενώ η επιδίωξη της κουήρ αρνητικότητας τείνει μάλλον να σφυροκοπεί [τα είδωλα] και να τα κάνει σκόνη. Σ’ αυτή τη διαδικασία, όμως, δεν πρέπει να μετατρέψουμε το κτύπημα του σφυριού σε ένα τέλος καθαυτό, αλλά να αντιμετωπίσουμε τον πολιτικό ανταγωνισμό μέσα από την αρνητικότητα της κριτικής θεωρίας. Δεν θα τολμήσουμε, μήπως, μ’ αυτό τον τρόπο να ανιχνεύσουμε το μη ανιχνεύσιμο μονοπάτι που δεν μας οδηγεί προς καμία καλοσύνη και κανένα καλό και δεν σκοπεύει παρά να βάλει ένα τέλος στο ίδιο το καλό καθαυτό; Εάν αυτό είναι αλήθεια, τότε οι αντιστροφές μας που λειτουργούν με χιαστί τρόπο μπορούν να μας κατευθύνουν πολύ καλύτερα απ’ ότι το «God Save the Queen». 

Παραπομπές: 

Adorno, Theodor. Negative Dialectics. Trans. E. B. Ashton.

             New York: Continuum, 1994.

Edelman, Lee. No Future: Queer Theory and the Death

              Drive. Durham: Duke UP, 2004.

Lacan, Jacques. The Seminar of Jacques Lacan, Book VII:

              The Ethics of Psychoanalysis, 1959-1960. Ed. JacquesAlain

  Miller. Trans. Dennis Porter. New York: Norton,

1992.

Sex Pistols. “God Save the Queen.” Virgin, 1977.

Οι πολιτικές της αρνητικότητας στη σύγχρονη κουήρ θεωρία

Τζ. Χάλμπερσταμ

Αυτό το πάνελ που φέρει τον τίτλο «Αντι-κοινωνική θέση εντός της κουήρ θεωρίας» που έλαβε χώρα στο συνέδριο MLA το 2005 είχε θέσει ως σκοπό το να ερευνήσει τα πρόσφατα έργα της κουήρ θεωρίας που έχουν επηρεαστεί από τον ορισμό που έδωσε στο σεξ ο Λήο Μπερσάνι ως αντι-κοινοτικό, αυτο-θρυμματιστικό, και αντι-ταυτοτικό. Το βιβλίο του Μπερσάνι Homos [1995] είχε προτάξει έναν αντιδιαισθητικό αλλά σημαντικό μετασχηματισμό της σκέψης μας, που την οδήγησε μακριά από τα προτάγματα της λύτρωσης, της επαναδόμησης, της επανόρθωσης και της επανοικειοποίησης, και προς αυτό που μπορούμε μονάχα να αποκαλέσουμε με το όνομα της αντι-κοινωνικής, της αρνητικής, της αντι-σχεσιακής θεωρίας της σεξουαλικότητας. Η σεξουαλική ορμή [instinct], τότε, σύμφωνα με αυτή τη διατύπωση, φωλιάζει επάνω στην ενόρμηση θανάτου και συγκροτεί την ισχύ που αντιτίθεται σ’ ότι ο Μπερσάνι αποκαλεί «τυρρανία του εαυτού». Αντί να αποτελεί μια ισχύ της ζωής όπου να συνδέει την ευχαρίστηση με τη ζωή, την επιβίωση, τη μελλοντικότητα, το σεξ, και ιδιαιτέρως το όμο-σεξ, και το προσληπτικό σεξ, αποτελεί μια ενόρμηση θανάτου που αναιρεί τον εαυτό, απελευθερώνει τον εαυτό από την ενόρμηση κυρίευσης, συνεκτικότητας και επίλυσης, «η καθαυτή αξία της σεξουαλικότητας» γράφει ο Μπερσάνι «έγκειται στο ότι απαξιώνει τη σοβαρότητα των προσπαθειών που επιδιώκουν να του δώσουν μια αξία εκ νέου» (IRG 222). Το έργο του Μπερσάνι, ενώ είναι εμφανές πως τίθεται σε άμεση σχέση με τον ξεκάθαρο κανόνα της γκέι ανδρικής αισθητικής που έχει παραχθεί από τον Ζενέ, τον Προυστ, και άλλους, είναι επίσης χρήσιμο όσον αφορά τη θεωρητικοποίηση της θηλυκής προσληπτικότητας (Cvetkovich) και της απο-κειμενοποίησης των μπουτς και της λεσβιακής μοναχικότητας (Love). Και η πολιτική στο εγχείρημα του Μπερσάνι, στο βαθμό που μπορούμε να βρούμε μια πολιτική τροχιά μέσα σε ένα ριζικά μη-τελεολογικό εγχείρημα, βρίσκεται στο ότι αρνείται βίαια κάθε καθησυχαστική κοινοτοπία που χρησιμοποιούμε με σκοπό το να προστατευτούμε από τη πτώση μας λόγω της θνητότητας, της μη-συνεκτικότητας, και της μη-κυριευτικότητας [nonmastery]. 

Το έργο που δουλεύω τον τελευταίο καιρό έχει επηρεαστεί θεμελιωδώς από αυτή τη συγκεκριμένη τάση της κουήρ θεωρίας, και στο βιβλίο μου Dude, Where’s My Theory?, ένα νέο βιβλίο που έβγαλα τώρα που αφορά τις «πολιτικές της γνώσης στην εποχή της ηλιθιότητας», επιδιώκω να αξιοποιήσω τις αντι-διαισθητικές και εμφανώς κουήρ μορφές του αρνητικού γνωρίζειν. Στα κεφάλαια που απασχολούμαι με την ηλιθιότητα, τη λήθη, την αποτυχία και την αναυθεντικότητα, επιδιώκω να εκθέσω τη λογική της διμερούς διατύπωσης η οποία καταδικάζει συγκεκριμένες μορφές του γνωρίζειν στη σφαίρα της άρνησης, της απουσίας και της παθητικότητας, ενώ ανάγει άλλες μορφές στο στάτους της κοινής λογικής. Ωστόσο σ’ αυτό το πάνελ του συνεδρίου του MLA (2005), ήθελα να θέσω μια συζήτηση αναφορικά με το βιβλίο του Λη Έντελμαν Κανένα μέλλον [No Future], το οποίο, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί τη πιο δυναμική και αμφιλεγόμενη συνεισφορά της αντι-κοινωνικής κουήρ θεωρίας. Το πολεμικό αυτό βιβλίο του Έντελμαν αποδίδει στην απόρριψη της μελλοντικότητας το νόημα της κουήρ κριτικής, και διασυνδέει την κουήρ θεωρία με την ενόρμηση θανάτου και έτσι προτείνει μια μορφή της αρνητικότητας που είναι αδιάκοπη, η οποία αντικαθιστά την προοδευτικώς-κινούμενη, αναπαραγωγική, ετερο-κανονική πολιτική της ελπίδας που αναζωογονεί τόσα πολλά πολιτικά εγχειρήματα. Το κουήρ υποκείμενο, επιχειρηματολογεί, είναι επιστημολογικά προσδεδεμένο με την αρνητικότητα, με το μη-νόημα, με την αντιπαραγωγικότητα, με τη μη-νοησιμότητα, και – αντί να αντιστρτεύεται αυτούς τους χαρακτηριστιμούς επιδιώκοντας να εξωθήσει το κουήνες προς το να δεκτεί κάποια μορφή αναγνώρισης – προτείνει πως οφείλουμε να εναγκαλιστούμε την αρνητικότητα που αναπαριστούμε δομικά ως κουήρ υποκείμενα.  Η πολεμική του Έντελμαν ενάντια στη μελλοντικότητα θέτει πως το κουήρ λειτουργεί ως το όριο, ενόσω η ετερο-κανονική πολιτική φαντασία αυτο-εξωθείται προοδευτικά στον χρόνο και τον χώρο θέτοντας εν κινήσει την αναμφισβήτητα θετική εικόνα του παιδιού, και ενόσω αυτο-προβάλλεται προς το παρελθόν μέσα από την αξιοπρεποποιημένη εικόνα του γονέα, το κουήρ υποκείμενο βρίσκεται ανάμεσα σε αυτόν τον ετερο-κανονικό οπτιμισμό [αισιοδοξία] και στην πραγμάτωσή του. Σ’ αυτή την πολιτική στιγμή το βιβλίο του Έντελμαν συγκροτεί ένα πειστικό επιχείρημα το οποίο εκφέρεται ενάντια στο Βορειο-αμερικανικό ιμπεριαλιστικό εγχείρημα της ελπίδας και επίσης θέτει μια δυναμική δήλωση, εκφερόμενο μέσα από τις κουήρ σπουδές, όσον αφορά τη συνεισφορά τους προς ένα αντι-ιμπεριαλιστικό, κουήρ αντι-ηγεμονικό φαντασιακό, ωστόσο εγώ επιδίωξα να εμπλακώ κριτικά με το εγχείρημα του Έντελμαν ούτως ώστε να μιλήσω προς μια πιο κατηγορηματική πολιτική πλαισίωση του ίδιου του αντι-κοινωνικού εγχειρήματος. 

Ενώ άλλοι/ες κριτικοί/ες θα μπορούσαν κάλλιστα να αντιταχθούν στο βιβλίο του Έντελμαν λόγω της στάσης του που αντιτίθεται στα παιδιά [antichild], εγώ ωστόσο δεν προσεγγίζω καθόλου μ’ αυτόν τον τρόπο αυτό το βιβλίο. Για μένα, αυτό το βιβλίο φτάνει στο όριό του καθώς προσεγγίζει το αρχείο της αρνητικότητας μέσα από ένα στενό βλέμμα. Η πολεμική του Έντελμαν ενάντια στη μελλοντικότητα περιβάλλεται από επιγραφές του Ζακ Λακάν και της Βιρτζίνια Γουλφ, ωστόσο παραλείπει να δηλώσει μια αναφορά που προκύπτει εμφανώς από τον τίτλο του βιβλίου, η οποία αντηχεί την πρόσφατη δουλειά που έχει γίνει στην αισθητική παραγωγή του κουήρ αντι-κοινωνικού – Το «God Save the Queen» των Sex Pistols. Ενόσω οι Sex Pistols χρησιμοποίησαν το ρεφραίν «κανένα μέλλον» [no future] για να αντιτεθούν στην τυποποιημένη ένωση μεταξύ του έθνους, της μοναρχίας και της φαντασίωσης, ο Έντελμαν τείνει να θεωρεί πως τα υλικά πολιτικά διακυβεύματα είναι πρόχειρα και πεζά, ότι αποτελούν ήδη κομμάτι της επινοημένης μελλοντικότητας την οποία το εγχείρημά του αποκλείει [foreclose]. 

Στη συζήτηση που διεξήχθηκε στο συνέδριο MLA, πρότεινα δύο παραδείγματα θεωρητικών του αντι-κοινωνικού, που έχουν εκφράσει μια πολιτική μιας κατηγορηματικώς πολιτικής αρνητικότητας: η Βαλερί Σολανάς και η Τζαμάικα Κινκάιντ. Δεν έχω τον χώρο εδώ για να μιλήσω λεπτομερώς για τη μορφή που λαμβάνει η αρνητικότητα στο έργο τους, αλλά τα μυθιστορήματα της Τζαμάικα Κινκάιντ αντιτίθενται στον οπτιμισμό/αισιοδοξία της αποικιοκρατικής οπτικής μέσα από μια σφοδρή φωνή απελπισίας, απόρριψης [refusal], άρνησης και μαύρου πεσσιμισμού/απαισιοδοξίας, και η Βαλερί Σολάνας αρθρώνει μια βαθιά αντικοινωνική πολιτική η οποία εναντιώνεται στην πατριαρχία χωρίς να εμμένει μονάχα στη μορφή της ανδρικής κυριάρχησης αλλά επίσης και στην τυπική παραγωγή των αισθήσεων, της κυριότητας και του νοήματος που τίθεται από αυτήν. 

Το πραγματικό πρόβλημα όπως προκύπτει εδώ για εμένα, μέσα από αυτή την αντι-κοινωνική στροφή στην κουήρ θεωρία δεν αφορά τόσο το νόημα της αρνητικότητας – το οποίο, κατά τη γνώμη μου, μπορεί να εντοπιστεί σε μια σειρά από διαφορετικά πολιτική εγχειρήματα, από το αντι-αποικιοκρατικό μέχρι την πανκ – αλλά θεωρώ πως βρίσκεται στο ότι αντιλαμβανόμαστε πως το αρχείο που αναπαριστά την κουήρ αρνητικότητα είναι υπερβολικά μικρό. Το γκέι ανδρικό αρχείο συμπίπτει με το αρχείο που έχει μια κανονιστική αναγνώριση [canonical] και συνεπώς περιορίζεται σε μια επιλεκτική λίστα από αντι-κοινωνικά κουήρ αισθητικά υποκείμενα, καμπ είδωλα και κείμενα. Περιλαμβάνει έτσι, χωρίς να τα θέτω σε μια κάποια σειρά, τον Τεννέζ Ουίλιαμς, τη Βιρτζίνια Γουλφ, τη Μπέττ Μάιλτερ, τον Άντυ Γουόρχολ, τον Χένρυ Τζέιμς, τον Ζαν Ζενέ, μουσικ@ του Μπρόντγουεϊ, τον Μαρσέλ Προυστ, τον Άλφρεντ Χίτσκοκ, τον Όσκαρ Γουάιλντ, τον Τζακ Σμιθ, τη Τζούντη Γκάρλανδ, τ@ Kiki and Herb, αλλά πολύ σπάνια αναφέρεται σε άλλου είδους αντι-κοινωνικ@ συγγραφ@, καλλιτεχν@ και κείμενα, όπως η Βαλερύ Σόλνας, η Τζαμάικα Κινάκιντ, η Πατρίσια Χάισμιθ, τ@ Wallace and Gromit, τον Τζόνυ Ρότεν, τη Νικόλ Άισμαν, τ@ Άιλεν Μάιλς, τη Τζουν Τζόρνταν, τη Λίντα Μπέσεμερ, το Ηothead Paisan, το Finding Nemo, τ@ Lesbians on Ecstacy, τη Ντέπορα Κασς, τον Μπομπ Σφουγγαράκη, τη Σούλαμιθ Φάιαρστοουν, τη Μάργκα Γκόμεζ, τον Τόνι Μόρισσον, και την Πάττι Σμιθ. 

Το γκέι ανδρικό αρχείο – καθώς περιορίζεται σε μια μικρή λίστα αγαπημένων κανονιστικά αναγνωρισμένων συγγραφ@ – είναι επίσης προσδεδεμένο σε ένα συγκεκριμένο εύρος συν-αισθηματικών [affective] ανταποκρίσεων. Συνεπώς, η εξάντληση [fatigue], η ανία [ennui], η βαρεμάρα, η αδιαφορία, η ειρωνική αποστασιοποίηση, η εμμεσότητα, η πονηρή αποχώρηση, η ανεντιμότητα, και το καμπ συγκροτούν αυτό που η Ανν Σβετκόβιτς έχει αποκαλέσει «αρχείο συναισθημάτων» που συνδέεται με αυτή τη μορφή της αντι-κοινωνικής θεωρίας. Αυτή κανονιστική αναγνώριση φράζει μια άλλη σειρά συν-αισθηματικοτήτων που συνδέονται, πάλι, με ένα άλλο είδος πολιτικής και μια άλλη μορφή αρνητικότητας. Σ’ αυτό το άλλο αρχείο, βρίσκουμε, για παράδειγμα, την οργή, την αγένεια, τον θυμό, την κακεντρέχεια, την ανυπομονησία, την ορμητικότητα, τη μανία, την ειλικρίνεια, τη σοβαρότητα, την υπερεπένδυση, την απολιτιστικότητα, και τη σφοδρή βούληση του να λες την αλήθεια. Το πρώτο αρχείο είναι ένα αρχείο με καμπ χαρακτηριστικά, ένα ρεπερτόριο τυποποιημένων και συχνά προβλέψιμων ανταποκρίσεων απέναντι στην κοινοτυπία της στρέιτ κουλτούρας και στην επαναληψιμότητα και την πεζότητα της ετερο-κανονικότητας. Το δεύτερο αρχείο, ωστόσο, αφορά περισσότερο το να εμμείνουμε στις απειθάρχητες αντιδράσεις που, τουλάχιστον ο Μπερσάνι, έχει διασυνδέσει με το σεξ και την κουήρ κουλτούρα, και ακριβώς εδώ αποδεσμεύονται οι υποσχέσεις του αυτο-θρυμματισμού [self-shattering], της απώλειας της κυριότητας και του νοήματος, της μη-ορθοκανονισμένης ομιλίας και επιθυμίας. Ο λεσβιακός θυμός, η αντι-αποικιακή απελπισία, η φυλετική οργή, η αντι-ηγεμονική βία, η πανκ μαχητικότητα – αυτές είναι οι ζοφερές και θυμωμένες εδαφικότητες της αντι-κοινωνικής στροφής, αυτές είναι οι οδοντωτές ζώνες στις οποίες δεν προκύπτει μονάχα ο αυτο-θρυμματισμός (υπό μια έννοια το αντίθετο του ναρκισσισμού), αλλά ο ετερο-θρυμματισμός. Εάν θέλουμε να τελέσουμε την αντι-κοινωνική στροφή στην κουήρ θεωρία, πρέπει να είμαστε έτοιμα να στραφούμε μακριά από τις ζώνες άνεσης που μας παρέχει ο ευγενικός διάλογος, και να εναγκαλιστούμε μια πραγματικά πολιτική αρνητικότητα, η οποία υπόσχεται, αυτή τη φορά, πως θα αποτύχει, πως θα δημιουργήσει ένα χάλι, θα γαμήσει τα πράγματα, θα είναι φωναχτή, απείθαρχη, αγενής, θα καλλιεργεί τη μνησικακία, θα σπρώχνει πίσω, θα απαντάει και θα ανταπαντάει,  θα αναστατώνει, θα εκτελεί, θα σοκάρει, θα εκμηδενίζει, θα παρατάει τη τακτοποιημένη, έξυπνη,  χιαστή έμφαση στο στυλ και τη στυλιστική δομή που χρησιμοποιεί λογοπαίγνια, η οποία χαρακτηρίζει τόσο το γκέι ανδρικό αρχείο όσο και τη θεωρητική γραφή που απευθύνεται σ’ αυτό. 

Να σκεφτούμε μια Κουήρ Κριτική πέρα από την Αντι-σχεσιακότητα και την Αντι-ουτοπία 

Χοσέ Μουνιός

Είναι πολύ εύκολο να αποκλείσουμε την ουτοπία. Είναι μάλλον ευκολότερο από το να αποκλείουμε τις ψυχαναλυτικές ή αποδομητικές πρακτικές ανάγνωσης κατηγορώντας τες ως μηδενιστικές. Η αντι-ουτοπιστική κριτική σήμερα έχει φορέσει την πανοπλία της μεταδομιστικής ευλάβειας σκοπεύοντας στο να διακόψει τις γραμμές σκέψης που κατοικούν μέσα στην έννοια της ουτοπίας. Η κοινωνική θεωρία που επικαλείται την έννοια της ουτοπίας ήταν πάντοτε ευάλωτη ως προς το να κατηγορηθεί για αφέλεια, μη πρακτικότητα, ή έλλειψη αυστηρότητας [ως προς το αντικείμενό της]. Ένα άτομο σύνεδρό μου στο πάνελ του MLA «Αντι-κοινωνική θέση εντός της κουήρ θεωρίας» απάντησε στο δικό μου επιχείρημα, που υποστηρίζει πως πρέπει να αντικαταστήσουμε το ασταθές μοντέλο της αντι-σχεσιακότητας της κουήρ θεωρίας μέσα από έναν κουήρ ουτοπισμό που θέτει μια ανανεωμένη επένδυση εντός της κοινωνικής θεωρίας (η οποία δεν εγκαλεί υπέρ της αντι-σχεσιακότητας, αλλά υπέρ της μελλοντικότητας), απάντησε εξηγώντας πως η ουτοπία δεν προτάσσει τίποτα καινούργιο ή ριζοσπαστικό. Σε κάποιο βαθμό, φυσικά, αυτό ισχύει, δεδομένου ότι εγώ επικαλούμε μια παλαιώς-θεμελιωμένη παράδοση κριτικού ιδεαλισμού. Ωστόσο, δεν ενδιαφέρει καθόλου μια έννοια της ριζοσπαστικότητας η οποία απλώς συνδηλώνει την ακρότητα, το ότι έχουμε εκ των προτέρων δίκιο ή την κατάφαση του καινούργιου. Εγώ έχω επενδύσει στην ουτοπία καθώς ήθελα να απαντήσω στην κουήρ σκέψη που εναγκαλίζεται μια έννοια πολιτικής που βασίζεται στο «εδώ και τώρα», και που υποβαστάζεται, κατά τη γνώμη μου, απ’ ό,τι αποκαλώ ως αναποτελεσματική, πραγματική γκέι ατζέντα. Κάποι@ θεωρούν πως αυτή η κρυπτο-πραγματιστική προσέγγιση εμποδίζει το αρνητικό. Εγώ δεν το πιστεύω αυτό. 

Οι αντι-κοινωνικές κουήρ θεωρίες έχουν εμπνευστεί από το βιβλίο του Λήο Μπερσάνι Homos [1995], όπου εκεί θεωρητικοποιήθηκε για πρώτη φορά η αντι-σχεσιακότητα. Κάποι@ από μας συμμετείχαμε στο ειδικό συνέδριο περί της «Αντι-κοινωνικής θέσης» με σκοπό να θάψουμε τις αντι-σχεσιακές κουήρ θεωρίες. Εδώ και αρκετό καιρό πιστεύω πως η αντι-σχεσιακή στροφή στις κουήρ σπουδές είναι πρωτίστως μια αντίδραση ενάντια στις κριτικές προσεγγίσεις που υποστηρίζουν πως η φύση της σεξουαλικότητας είναι εν γένει σχεσιακή και ενδεχομενική. Όταν διαφεύγουμε ή αποκηρύσσουμε τη σχεσιακότητα, αυτό που συμβαίνει πρώτα και κύρια είναι ότι αποστασιοποιούμε το κούηρ απ’ αυτό που αρκετ@ θεωρητικ@ αποκαλούν μόλυνση της σεξουαλικότητας από τη φυλή, το φύλο, ή από άλλες συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες που αλλιώνουν την αγνότητά της, όταν αυτή θεωρείται πως αποτελεί τη μοναδική μορφή διαφοράς. Με άλλα λόγια, υποστηρίζω την άποψη πως οι αντι-σχεσιακές προσεγγίσεις της κουήρ θεωρίας δεν αποτελούν παρά ευσεβείς πόθους, ή επενδύσεις προς την πραγμάτωση του ονείρου της διαφοράς που αναβάλλοντα συνεχώς. Για αρκετό καιρό τώρα, είναι ξεκάθαρο σε πολλά από εμάς, πως το αντι-σχεσιακό εντός των κουήρ σπουδών δεν ήταν παρά το τελευταίο βάθρο του γκέι λευκού άνδρα. 

Επέλεξα να αντιτεθώ στις πολεμικές που υποστηρίζουν την αντι-σχεσιακότητα εμμένοντας στο ότι μας είναι ουσιωδώς αναγκαίο να κατανοήσουμε το κούηρ ως συλλογικότητα. Στο πάνελ του MLA του 2005, και σε πρόσφατα κείμενά μου, όπως επίσης και στο υπό έκδοση βιβλίο μου Cruising Utopia, ανταποκρίθηκα στον ισχυρισμό που διατείνεται πως δεν υπάρχει κανένα μέλλον για το κούηρ, λέγοντας πως το κούηρ αφορά πρωτίστως τη μελλοντικότητα. Το κούηρ βρίσκεται πάντοτε στον ορίζοντα. Όντως, για να ‘χει οποιαδήποτε αξία το κούηρ, τότε πρέπει να θεωρήσουμε πως μπορούμε να το δούμε μονάχα επάνω στον ορίζοντα. Το επιχείρημά μου, συνεπώς, επιδιώκει να ασκήσει κριτική στην οντολογική βεβαιότητα που θεωρώ πως συνοδεύει αυτές τις πολιτικές του παροντισμού και της πραγματιστικής σύγχρονης γκέι ταυτότητας. Αυτή η βεβαιότητα αναπαρίσταται συνήθως μέσα από μια αφήγηση που μιλάει για την εξαφάνιση και την αρνητικότητα που καταλήγει να είναι ένα άλλο παιχνίδι [όπως το Φροϋδικό] «χάθηκε/νά ‘το» [fort-da]. 

Το επερχόμενο βιβλίο μου και στο κείμενο που παρουσίασα στο συνέδριο (το οποίο αποτελεί κομμάτι του βιβλίου) είναι εμπνευσμένο από το έργο του Ερνστ Μπλοχ [Ernst Bloch] και άλλων Μαρξιστ(ρι)ών θεωρητικών τ@ οποί@ δεν απορρίπτουν την ουτοπία. Ο Μπλοχ βρήκε ένα σταθερό έδαφος για να θεμελιώσει την κριτική του ενάντια σε μια ολοποιητική και φυσικοποιημένη ιδέα του παρόντος μέσα από την έννοια του όχι-πλέον-συνειδητού [no-longer-conscious]. Η στροφή που τελέστηκε μέσω του όχι-πλέον-συνειδητού εξώθησε αυτή την κριτική ερμηνευτική που αφορά την κατανόηση του όχι-ακόμη-εδώ. Αυτός ο χρονικός υπολογισμός αξιοποίησε τις έννοιες του παρελθόντος και του παρόντος ως οπλισμό, με σκοπό να πολεμήσει την καταστροφική λογική του εδώ και τώρα, σύμφωνα με την οποία τίποτα δεν υπάρχει έξω από τη συγκεκριμένη στιγμή, όπου εν τέλει φυσικοποιεί τις πολιτισμικές λογικές, όπως το κάνει και ο καπιταλισμός και η ετερο-κανονικότητα. Συνακόλουθα, ο Μπλοχ όξυνει την κριτική μας φαντασία σε ό,τι, ως γνωστό, αποκάλεσε «η αρχή της ελπίδας». Η ελπίδα είναι ο πιο εύκολος στόχος για τ@ αντι-ουτοπιστ@. Ενόσω τ@ αντι-ουτοπιστ@ μπορεί να θεωρούν πως η κατάρριψη της ελπίδας αποτελεί ένα κριτικό μέσο, ωστόσο, βιάζονται να την απορρίψουν, δεν βλέπουν πως η ελπίδα κουβαλάει μαζί της μια κριτική επένδυση εντός της ουτοπίας, η οποία δεν είναι καθόλου αφελής, αλλά αντίθετα, βαθιά αντιστασιακή απέναντι στην αποχαυνωμένη λογική του χρόνου που υποστηρίζει μια έννοια παρόντος που ‘χει καταρρεύσει. Η στροφή που ‘χω κάνει προς τον Μπλοχ, την ελπίδα και την ουτοπία ασκεί μια πρόκληση απέναντι στις θεωρητικές γνώσεις που ‘χουν παρασυρθεί από την παροντικότητα και από διάφορες ρομαντικές εκφάνσεις της αρνητικότητας, η οποία έκτοτε έχει καταλήξει να είναι απλώς μια ρουτίνα, εμφανώς αντι-κριτική. Αυτό το αντι-ουτοπικό θεωρητικό κόμπλασμα δεν είναι τίποτα άλλο απ’ αυτό που πιο πάνω αποκάλεσα, χαριτολογώντας σχεδόν, ως μεταδομιστική ευλάβεια. Εγώ προσωπικά έχω αποκομίσει πολλά από αυτές τις κριτικές πρακτικές που έχουν γίνει ευρέως γνωστές ως μεταδομιστικές, και δεν θέλω καθόλου να τις αποκυρήξω. Η διόρθωση που θέλω να κάνω μέσα από τη στροφή μου προς την ουτοπία, ωστόσο, εμπνέεται από την κριτική που άσκησε η Ηβ Κλοσόφσκυ Σέντγκουιγκ [Eve Klosofksy Sedgwick] προς τον τρόπο μέσω του οποίου οι παρανοϊκές πρακτικές ανάγνωσης έχουν γίνει τόσο αυτοματοποιημένες εντός των κουήρ σπουδών που εν τέλει έχουν καταλήξει να μην είναι καθόλου κριτικές. Στις κουήρ σπουδές η αντι-ουτοπία, που είναι πολύ συχνά συμπλεγμένη με την αντι-σχεσιακότητα, έχει οδηγήσει πολλ@ ακαδημαϊκ@ εργαζόμεν@ σε ένα αξιέξοδο στο οποίο δεν μπορούν ούτε να ακούσουν για τη μελλοντικότητα. Οι ουτοπικές αναγνώσεις βρίσκονται πολύ κοντά με αυτό που η Σέντγκουιγκ αποκαλούσε ερμηνευτκή της επανόρθωσης. 

Ο κουήρ ουτοπισμός που υποστηρίζω αποτελεί μια μορφή αντι-αντιουτοπισμού, για να δανειστώ μια φράση του Φρέντρικ Τζέιμσον [Fredric Jameson]. Ο αντι-αντιουτοπισμός δεν αποτελεί μια απλώς καταφατική ή θετική επένδυση στην έννοια του ουτοπίας. Οι γκέι και λεσβιακές σπουδές πολύ συχνά καταλήγουν να υποστηρίζουν μια εν τέλει αντιδραστική στάση η οποία απορρίπτει οποιαδήποτε κριτική φαντασία δεν αρνείται τα πάντα, πέραν του εδώ και τώρα. Το εγχείρημα που θέλει να σκεφτεί πέραν της στιγμής και ενάντια στους στατικούς ιστορικισμούς εμπνέεται από τη δουλειά που ‘χει κάνει o Τζ. Χάλμπερσταμ για τη σχέση μεταξύ της κουήρ χρονικότητας και της χωρικότητας, από την έννοια της φαντασματικής ιστοριογραφίας της Κάρλα Φρετσέρο [Carla Freccero], από τη θεωρία του χρονικού ντραγκ της Ελίζαμπεθ Φρήμαν [Elizabeth Freeman], από την προσέγγιση της Κάρολυν Ντίνσω [Carolyn Dinshaw] στο «άγγιγμα του παρελθόντος», και από το πρόσφατο βιβλίο της Τζιλλ Ντόλαν για την ουτοπική επιτέλεση. Θα συνέδεα επίσης αυτό το εγχείρημα με την κριτική που άσκησε η Λίσα Ντούγκαν ενάντια στη νεοφιλελεύθερη ομο-κανονικότητα. Παρ’ ότι αυτό το εγχείρημα γραφής που μόλις ανέφερα δεν απασχολείται πάντοτε ρητά με την έννοια της φυλής, ωστόσο, μοιράζεται την πολιτική ανάγκη, μαζί με μια σειρά ερευνητρ@ν, να μιλήσει για τ@ έγχρωμα κουήρ [queers of colour] και τις πολιτικές τους. Πολλές απ’ αυτές τις συγγραφείς έχουν γράψει στο πρόσφατο τεύχος του περιοδικού «Social Text», με τίτλο What’s Queer about Queer Studies Now?, που έχω επιμεληθεί μαζί με τον Τζ. Χάλμπερσταμ και τον Ντέιβιντ Ενγκ [David Eng]. Εν τέλει η θεωρία μου της κουήρ μελλοντικότητας κινείται προς το παρελθόν με σκοπό να ασκήσει μια κριτική στο παρόν. Αυτό το εγχείρημα βασίζεται σε αυτές τις κριτικές πρακτικές που επιδιώκουν να αποτρέψουν της αποτυχίες που είναι εγγενείς μέσα στη φαντασία αυτών των κουήρ κριτικών που εγώ κατανοώ ως αντι-σχεσιακές και αντι-ουτοπικές. 

Leave a comment