Γράμμα προς τον Χ. Λέκτορα της φιλοσοφίας του Χέγκελ…

Σχέδιο: André Masson. Εικόνα εξωφύλλου του περιοδικού «Acéphale» που εξέδιδε ο Bataille, με τους P. Klossowski, A. Masson, J. Rollin, J. Wahl, M. Leiris, κ.ά.

Ο Georges Bataille έγραψε αυτό το κείμενο απευθυνόμενος στον Alexandre Kojeve. Εδώ εισηγείται την έννοια της «Αρνητικότητας χωρίς εργασίας» (Négativité sans emploi) απέναντι στην κοζεβική ερμηνεία της Φαινομενολογίας του Πνεύματος η οποία συζητάει το «τέλος της ιστορίας».

Αυτή η έννοια έχει επηρεάσει δύο σημαντικές τροχιές της θεωρίας στον 20ο αιώνα, από τη μια τον Jean-Luc Nancy και από την άλλη τον Giorgio Agamben. O πρώτος μιλάει για το «unworking» και ο δεύτερος για το «inoperativity».

Γενικά, η μπαταϊγική Αρνητικότητα χωρίς εργασία συναρμολογεί συνολικά τον τρόπο με τον οποίο ο Bataille αντιμετώπιζε τον δάσκαλό του Kojeve. Παρ’ ότι αυτό το κείμενο είναι κάπως στριφνό, και προϋποθέτει έναν βαθμό εξοικείωσης με το μπαταϊγικό σύμπαν, πιστεύω ότι αξίζει να υπάρχει μεταφρασμένο ως μια σημαντική στιγμή της γαλλικής πρόσληψης του Hegel. Όπως λέγεται συχνά, ο Bataille δεν διάβασε ποτέ του -επαρκώς – Hegel, ανήκει στη γενιά των γάλλων στοχαστών οι οποίοι έμαθαν το εγελιανό κείμενο μέσα από τις διάσημες διαλέξεις του Kojeve τη δεκαετία του 1930. Έμαθε και αντιμετώπισε το εγελιανό έργο μέσα από την ερμηνεία και τη φιλοσοφία του ίδιου του Kojeve. Συνεπώς, αυτή δεν είναι μια αντιπαράθεση μεταξύ Bataille-Hegel, αλλά εντάσσεται στον αστερισμό της συζήτησης μεταξύ Kojeve και Bataille μέσω της Φαινομενολογίας του Πνεύματος, στις απαρχές της ανάδυσης αυτό που σήμερα αποκαλούμε «γαλλική θεωρία».

μετάφραση: Solar Communism

του Georges Bataille

Παρίσι, 6 Δεκεμβρίου 1937

Γράφω τα ακόλουθα, καθώς μου φαίνεται πως είναι ο μόνος τρόπος για να συνεχίσει η συζήτηση που έχουμε διεξάγει με διάφορους τρόπους. Καταρχάς, οφείλω να πω πως η κριτική που μου ασκήσατε με βοηθάει ως προς το να εκφραστώ με περισσότερη ευκρίνεια.

Αξιώνω (ως μια αρκετά πιθανή εικασία) πως η ιστορία από τώρα και στο εξής έχει ολοκληρωθεί (εάν δεν έχει φτάσει στο τέλος της). Ωστόσο, φαντάζομαι τα πράγματα διαφορετικά (δεν αποδίδω μεγάλη σημασία στη διαφορά μεταξύ φασισμού και κομμουνισμού, από την άλλη, σίγουρα δεν φαίνεται αδύνατο το ότι, σε ένα μακρινό μέλλον, όλα θα ξεκινήσουν πάλι). 

Εάν η δράση («το πράττειν») είναι – όπως ορίζει ο Χέγκελ – η αρνητικότητα, το ερώτημα αναδύεται ως προς το εάν η αρνητικότητα του ανθρώπου που «δεν έχει τίποτα άλλο να πράξει» εξαφανίζεται ή παραμένει σε μια κατάσταση της «αρνητικότητας χωρίς εργασία». Προσωπικά, μπορώ να αποφασίσω μόνο για ένα πράγμα, όντας ο ίδιος αυτή η «αρνητικότητα χωρίς εργασία» (δεν θα μπορούσα να ορίσω τον εαυτό μου με πιο ευκρινείς όρους). Δεν με ενδιαφέρει το εάν ο Χέγκελ είχε προβλέψει αυτή τη δυνατότητα, τουλάχιστον δεν την είχε τοποθετήσει στο επίπεδο του συμπεράσματος των διαδικασιών που είχε περιγράψει. Φαντάζομαι πως η ζωή μου – ή καλύτερα η διακοπή της ζωής, η ανοικτή πληγή που είναι η ζωή μου – συγκροτεί από μόνη της την κατάρρευση του κλειστού συστήματος του Χέγκελ. 

Το ερώτημα που μου απευθύνετε αφορά το εάν γνωρίζω ή όχι πως είμαι υπό άρνηση. Έχω ρωτήσει πολλές φορές τον εαυτό μου αυτή την ερώτηση, η αρνητική απάντηση με στοιχειώνει. Έπειτα, καθώς η αναπαράσταση που κάνω του εαυτό μου προς τον εαυτό μου ποικίλλει, και καθώς συχνά ξεχναώ, όταν συγκρίνω τη ζωή μου με αυτή των άξιων ανδρών, η δική μου φαίνεται μέτρια, έχω επαναλάβει αρκετές φορές πως ενδεχομένως δεν υπάρχει τίποτα στη κορυφή της ύπαρξης εκτός από αυτό που μπορούμε να αρνηθούμε, συνεπώς, κανείς δεν θα μπορούσε να «αναγνωρίσει» ένα ύψος το οποίο θα ήταν τόσο σκοτεινό όσο είναι η νύχτα. Κάποια πράγματα – όπως η ιδιαίτερη δυσκολία που βιώνω όταν επιδιώκω να «αναγνωριστώ» (στο απλό επίπεδο στο οποίο οι άλλοι «αναγνωρίζονται») – με έχει ωθήσει στο να συμπεράνω την υπόθεση ενός αμετάκλητου ασήμαντου πράγματος, σοβαρά αλλά και με χαρά. 

Αυτό δεν με ενοχλεί, και δεν βλέπω κανένα λόγο να νιώθω περήφανος για αυτό. Αλλά δεν θα ήμουν πια άνθρωπος εάν το δεχόμουν δίχως προσπάθεια (εάν το δεχόμουν τότε θα είχα μια σοβαρή πιθανότητα του να γίνω, όχι απλώς κωμικά ασήμαντος, αλλά πικρός και εκδικητικός: τότε θα αναγκαζόμουν να ανακαλύψω την αρνητικότητά μου εκ νέου). 

Αυτό που λέω σχετικά με αυτό, σας ενθαρρύνει να σκεφτείτε πως αυτό που λαμβάνει χώρα είναι μια ατυχία, και πως αυτό είναι όλο. Αντιμετωπίζοντάς σας, η αυτο-δικαιολόγησή μου δεν διαφέρει από αυτήν ενός ζώου που ουρλιάζει καθώς το πόδι του έχει πιαστεί σε μια παγίδα. 

Αλήθεια, το ερώτημα δεν αφορά πλέον την ατυχία, ή τη ζωή, αλλά το τι είναι η «αρνητικότητα χωρίς εργασία», εάν είναι αλήθεια πως αυτή μετατρέπεται σε κάτι. Την ακολουθώ στις μορφές που αυτή εκλαμβάνει, ωστόσο όχι στον εαυτό μου αρχικά, αλλά στους άλλους. Συχνά, η αρνητικότητα, ούσα αδύναμη, μετατρέπεται σε ένα έργο τέχνης. Αυτή η μεταμόρφωση, η οποία έχει πραγματικές συνέπειες, συνήθως δεν αποτελεί μια καλή απάντηση απέναντι στη κατάσταση που έχει δημιουργηθεί μετά την ολοκλήρωση της ιστορίας (ή από την σκέψη της ολοκλήρωσής της). Ένα έργο τέχνης απαντάει διαφεύγοντας, ή στο βαθμό που δίνει μια απάντηση που διαρκεί, δεν απαντά απέναντι σε καμία συγκεκριμένη κατάσταση. Απαντάει με τον χειρότερο τρόπο απέναντι στη κατάσταση του τέλους, όταν η διαφυγή δεν είναι πλέον δυνατή (όταν η στιγμή της αλήθειας έχει καταφθάσει). Στο βαθμό που με αφορά, η δική μου αρνητικότητα σταμάτησε να χρησιμοποιείται μονάχα τις φορές που δεν ήταν χρήσιμη, είναι η αρνητικότητα ενός ανθρώπου ο οποίος δεν έχει πλέον τίποτα να πράξει, και όχι αυτή του ανθρώπου που προτιμά να μιλάει. 

Ωστόσο, το γεγονός – που φαίνεται αδιαμφισβήτητο – του ότι η αρνητικότητα στρέφεται μακριά από την πράξη και εκφράζεται σε έργο τέχνης, δεν είναι λιγότερο επενδυμένο με νόημα στο βαθμό που οι δυνατότητες που παραμένουν εν ισχύει για εμένα ληφθούν υπόψη. Αυτή είναι μια υπόδειξη του ότι η αρνητικότητα μπορεί να αντικειμενοποιηθεί. Αυτό το γεγονός, συνεπώς, δεν ανήκει απλώς στην τέχνη: η θρησκεία, περισσότερο απ’ ότι η τραγωδία, ή απ’ ό,τι ένας πίνακας ζωγραφικής, καθιστά την αρνητικότητα ένα αντικείμενο στοχασμού. Αλλά, ούτε στο έργο τέχνης, ούτε στα πνευματικά στοιχεία της θρησκείας, δεν «αναγνωρίζεται ως τέτοια» η αρνητικότητα την στιγμή που εισάγεται στους μηχανισμούς της ύπαρξης ως ένα κίνητρο προς τις ήσσονες ζωτικές αντιδράσεις. Αντίθετα, εισάγεται σε μια διαδικασία εκμηδενισμού (εδώ η ερμηνεία των γεγονότων από έναν κοινωνιολόγο όπως τον [Marcel] Mauss είναι εξαιρετικά σημαντική για μένα). Υπάρχει, τότε, μια θεμελιώδης διαφορά μεταξύ της αντικειμενοποίησης της αρνητικότητας όπως την έχει γνωρίσει το παρελθόν και αυτής που παραμένει δυνατής στο τέλος. Κατά συνέπεια, ο άνθρωπος της «αρνητικότητας χωρίς εργασία», καθώς δεν βρίσκει στο έργο τέχνης την απάντηση του ερωτήματος που αυτός ο ίδιος είναι, μπορεί απλά να γίνει ο άνθρωπος της «αναγνωρισμένης αρνητικότητας». Έχει αναγνωρίσει πως η ανάγκη του να πράττει δεν έχει πλέον καμία αξία. Αλλά, δεδομένου ότι αυτή η ανάγκη δεν μπορεί να ακολουθήσει τις ψευδείς προωθήσεις της τέχνης εις άπειρον, αργά ή γρήγορα θα αναγνωριστεί για αυτό που είναι: μια αρνητικότητα κενή περιεχομένου. Ο πειρασμός ως προς το να απαρνηθούμε αυτή την αρνητικότητα και να τη δούμε ως αμαρτία επανέρχεται – αυτή είναι μια τόσο βολική λύση που δεν περιμένα μέχρι την τελική κρίση για να την θέσουμε. Όμως, δεδομένου ότι αυτή η λύση έχει ήδη τεθεί, η επίδρασή της έχει εξαντληθεί προ πολλού. Ο άνθρωπος της «αρνητικότητας χωρίς εργασία» δύσκολα μπορεί πλέον να την χρησιμοποιήσει, στο βαθμό που αυτός αποτελεί την συνέπεια αυτού που του έχει προηγηθεί, το αίσθημα της αμαρτίας δεν έχει καμία δύναμη πάνω του πλέον. Αντιμετωπίζει την ίδια του την αρνητικότητα όπως αντιμετωπίζει έναν τοίχο. Ανεξάρτητα από το πόσο ανήσυχος είναι απέναντί της, ξέρει πως από εδώ και πέρα τίποτα δεν μπορεί να αποκλειστεί, αφού η αρνητικότητα πλέον δεν έχει καμία προοπτική.

Αλλά ο τρόμος που νιώθει όταν κοιτάζει την αρνητικότητα μέσα του μάλλον δεν θα φτάσει να γίνει ικανοποίηση, όπως άλλωστε συμβαίνει και με το έργο τέχνης (για να μην αναφέρουμε τη θρησκεία). Ακριβώς μέσα από την ανάγκη του πράττειν έχει αναγνωρίσει την αρνητικότητα, και αυτή η αναγνώριση έχει προσδεθεί με μια έννοια η οποία περνιέται για τη συνθήκη κάθε ανθρώπινης ύπαρξης. Καθώς βρίσκεται πολύ μακριά από το να σταματήσει αυτή την έρευνα, βρίσκει μια απόλυτη ικανοποίηση στο ότι γίνεται ο άνθρωπος της «αναγνωρισμένης αρνητικότητας». Δεν πρόκειται να ξεκουραστεί πλέον, καθώς ωθεί αυτή την αναγνωρίση προς το ίδιο της το τέλος. Μ’ αυτό τον τρόπο η επιστήμη, στο βαθμό που το αντικείμενό της είναι η ανθρώπινη αρνητικότητα – ιδιαιτέρως η αριστερή πλευρά του ιερού – μετατρέπεται στον μεσαίο όρο αυτό που είναι απλώς η διαδικασία της επίγνωσης. Έτσι εισάγει στο παιχνίδι αναπαραστάσεις οι οποίες είναι ριζικά επενδυμένες με συναισθηματική αξία (όπως είναι η φυσική καταστροφή ή η ερωτική αισχότητα, ένα αντικείμενο γέλιου, της φυσικής διέγερσης, του φόβου, και των δακρύων). Αλλά την ίδια ώρα αυτές οι αναπαραστάσεις τον σαγηνεύουν, ξεγυμνώνεται από τον ζουρλομανδύα που τον κρατούσε μακριά από τη θεώρηση και τα θέτει αντικειμενικά μέσα στο ξέσπασμα του χρόνου ο οποίος δεν αλλάζει τίποτα. Καταλαμβαίνει τότε, πως είναι η καλή του τύχη, και όχι η κακιά, που τον έφερε σε έναν κόσμο στον οποίο δεν υπάρχει τίποτα άλλο να πράξει, και προσφέρει αυτό που ο ίδιος έχει γίνει, παρά τον εαυτό του, προς αναγνώριση από τους άλλους. Καθώς δεν μπορεί να είναι ο άνθρωπος της «αναγνωρισμένης αρνητικότητας» εκτός εάν μετατραπεί σε αναγνωρισμένον ως τέτοιο. Έτσι, για άλλη μια φορά, ανακαλύπτει κάτι που μπορεί «να πράξει» σε έναν κόσμο ο οποίος, από την οπτική του πράττειν, τίποτα δεν πράττεται πλέον. Και αυτό που μπορεί «να πράξει» είναι το να ικανοποιήσει το μέρος της ύπαρξής του το οποίο έχει απελευθερωθεί από το πράττειν: Όλα αφορούν τη χρήση του ελεύθερου χρόνου. 

Λόγω όλων αυτών, συνεπώς, δεν δείχνει περισσότερη αντίσταση απ’ ότι οι άνθρωποι της πράξης που προηγούνταν αυτού. Όχι ότι αυτή η αντίσταση μπορεί να εκδηλωθεί από τα έξω, αλλά αν δεν καταφέρει να μετατρέψει το έγκλημα σε αρετή, τότε γενικά διαπράττει την αρετή του εγκλήματος (ακόμη και όταν αντικειμενοποιεί το έγκλημα, καθιστώντας το έτσι ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο καταστροφικό απ’ ότι ήταν προηγουμένως). Αληθεύει πως η πρώτη φάση της αντίστασης είναι η καθαρή διαφυγή, καθώς κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τι είναι αφότου έχει αντιμετωπίσει τους άλλους όπως κάποιος που βλέπει όντας στον κόσμο των τυφλών. Συνεχώς συναντά γύρω του ανθρώπους που απομακρύνονται και που προτιμούν αμέσως να διαφύγουν άπαξ και αντικρύσουν τους τυφλούς. Και μονάχα όταν ένας επαρκής αριθμός καταφέρει να φτάσει σε αυτή την αναγνώριση τότε αυτή μπορεί να γίνει το αντικείμενο μιας θετικής αντίστασης, καθώς οι τυφλοί δεν θα μπορούν να δουν πως κάτι πρέπει πρώτα να αποβληθεί επαρκώς ούτως ώστε να εισαχθεί στο παιχνίδι και τότε να συνειδητοποιήσουν την ύπαρξή του. 

Έπειτα, για τον άνθρωπο της «αναγνωρισμένης αρνητικότητας», τη στιγμή που αναγνωρίζει την αρνητικότητα στον εαυτό του, αυτό που θα λάβει χώρα αργότερα δεν έχει σημασία (τουλάχιστον όσον αφορά την ακριβή μορφή που θα λάβουν τα πράγματα). Καθώς αυτό που έχει σημασία σε αυτόν είναι ακριβώς το ότι είναι υποχρεωμένος να κατακτά ή να εξαναγκάζει την αναγνώριση. Γνωρίζει πως η καταστροφή του είναι βέβαιη εάν δεν καταφέρνει να κερδίσει στις δύο δυνατές φάσεις του αγώνα. Καταρχάς, στη φάση της ασύλληπτης αντίστασης, στην απομόνωσή του ρισκάρει το να αφοσιωθεί σε μια ηθική αποσύνθεση έναντι στην οποία, εν τέλει, δεν έχει καμία δυνατότητα. (Μπορεί να γίνει ένας από αυτούς για τους οποίους το να ξεφτιλιστεί είναι χειρότερο από το να πεθάνει). Μονάχα στη δεύτερη φάση ανάγεται το ερώτημα της φυσικής καταστροφής, αλλά και στις δύο περιπτώσεις, στο βαθμό που ένα άτομο γίνεται ο άνθρωπος της «αναγνωρισμένης αρνητικότητας», εξαφανίζεται εάν η ισχύς που φέρνει στο παιχνίδι δεν είναι πιο δυνατή, πρώτα απ’ όλα, από την ισχύ της διαφυγής και, τέλος, από την ισχύ της αντίφασης. 

Εδώ έχω μιλήσει για τον άνθρωπο της «αναγνωρισμένης αρνητικότητας» ως εάν να μην ήταν απλά ένα ερώτημα για τον εαυτό μου. Πρέπει να προσθέσω, κατ’ ακρίβεια, πως δεν αισθάνομαι απολύτως απομονωμένος στο βαθμό που έχω πλήρη επίγνωση αυτού που μου συμβαίνει. Αλλά, εάν θέλω να ολοκληρώσω την ιστορία της κουκουβάγιας, πρέπει να πω πως ο άνθρωπος της «αναγνωρισμένης αρνητικότητας» ήδη αναπαρίσταται μέσα από πολλαπλούς κινδύνους, και πως η αναγνώριση της αρνητικότητας ως όρος προϋπόθεσης της ύπαρξης έχει ήδη μετατοπιστεί, με έναν ανοργάνωτο τρόπο, πολύ μακριά. Όσον αφορά αυτό που μου ανήκει αποκλειστικά, έχω μονάχα περιγράψει την ύπαρξή μου αφότου έχει φτάσει σε μια καθορισμένη θέση. Όταν μιλάω για αναγνώριση του «ανθρώπου της αναγνωρισμένης αρνητικότητας», μιλάω για την κατάσταση των προαπαιτουμένων μου που ισχύουν τώρα: Η περιγραφή έρχεται πάντοτε μετά. Μου φαίνεται πως μέχρι τότε η Αθηνά μπορεί να ακούσει την κουκουβάγια. 

Μόνο από αυτό το συγκεκριμένο σημείο μπορεί η συναγωγή συμπερασμάτων να λάβει χώρα και έγκειται στην αναπαράσταση όλων των πραγμάτων υπό τη μορφή των γεγονότων, αυτό που ακολουθεί πρέπει να παραχθεί ως η άφιξη σε μια θέση ισοσταθμίας σε ένα καλώς ορισμένο παιχνίδι των δυνάμεων. Ο Χέγκελ επέτρεψε στον εαυτό του μια συναγωγή συμπερασμάτων της ίδια τάξης: έπειτα, η διαφυγή από μια μελλοντικώς δυνατή αρνητικότητα μου φαίνεται πως είναι δυσκολότερο να γίνει αποδεκτή απ’ ότι η περιγραφή που έχω δώσει για τις μορφές της ύπαρξης που έχουν ήδη παραχθεί – στον εαυτό μου με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο και ανεξάρτητα από μια περιγραφή που ειλικρινά ήρθε αργότερα και με έναν μάλλον ασαφή τρόπο. Προσθέτω αυτή την τελευταί σκέψη: Ούτως ώστε η φαινομενολογία να έχει νόημα, ο Χέγκελ πρέπει να αναγνωριστεί ως ο συγγραφέας της (πράγμα το οποίο μόνο με εσάς συμβαίνει με αυθεντικό τρόπο), και είναι προφανές πως ο Χέγκελ, ως αποτέλεσμα του ότι δεν αποδέκτηκε τον ρόλο του ανθρώπου ως «αναγνωρισμένης αρνητικότητας» μέχρι τέλος, δεν ρίσκαρε τίποτε: Ακόμη ανήκε, συνεπώς, μέχρι ένα βαθμό, στο Tierreich [βιβλίο με μύθους ζώων ή ο νους του ζωικού βασιλείου]. 

Leave a comment